συνάρθρως

συνάρθρως
Μ
επίρρ. βλ. σύναρθρος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • συνάρθρως — σύναρθρος accompanied by the article adverbial σύναρθρος accompanied by the article masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύναρθρος — ον, Α 1. συνδεδεμένος, συναρμοσμένος με άλλον 2. γραμμ. αυτός που εκφέρεται με το άρθρο («σύναρθροι ἀντωνυμίαι», Διον. Θρ.) 3. φρ. «σύναρθρος ἀντωνυμία» η κτητική αντωνυμία (Απολλ. Δύσκ.). επίρρ... συνάρθρως Μ σε συνεκφορά συνήθως με το οριστικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”